χοιροκομείο

χοιροκομείο
το / χοιροκομεῑον, ΝΑ
χώρος εκτροφής χοίρων, χοιροστάσιο
αρχ.
1. πάσσαλος στον οποίο δένονται οι χοίροι
2. επίδεσμος γυναικείου αιδοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -κομεῖον (< -κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο-κομεῖο[ν], ὀρνιθο-κομεῖον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”